οχλοκρατικό

οχλοκρατικό
anarşik

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • οχλοκρατικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οχλοκρατία, ο χαρακτηριστικός τής οχλοκρατίας. επίρρ... οχλοκρατικώς και ά με οχλοκρατικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < οχλοκρατία. Η λ. μαρτυρείται από το 1843 στον Ν. Ι. Σαρίπολο] …   Dictionary of Greek

  • οχλοκρατούμαι — κυβερνιέμαι με τρόπο οχλοκρατικό, από τον όχλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”